Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου: δεν επιτρέπεται η φυλάκιση μεταναστών οι οποίοι δεν συμμορφώνονται σε διαταγή απέλασης

Η επιβολή ποινής φυλάκισης σε παράνομο μετανάστη ο οποίος δεν συμμορφώνεται με διαταγή απέλασης από το έδαφος κράτους-μέλους της ΕΕ είναι ασύμβατη με την κοινοτική νομοθεσία βάσει απόφασης που εξέδωσε στις 28 Απριλίου 2011 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο που κλήθηκε να εξετάσει σχετική περίπτωση στην Ιταλία.

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου υιοθετήθηκε με αφορμή την ποινή φυλάκισης ενός έτους που επιβλήθηκε από τις αρχές της Ιταλίας σε βάρος του Χάσαν Ελ Ντρίντι, υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος εισήλθε παράνομα στο έδαφός της Ιταλίας.

Το 2004 εκδόθηκε απόφαση απέλασης, βάσει της οποίας το 2010 διετάχθη να εγκαταλείψει το ιταλικό έδαφος εντός προθεσμίας πέντε ημερών. Δεδομένου ότι δεν συμμορφώθηκε προς τη διαταγή αυτή, ο Ελ Ντρίντι καταδικάστηκε από δικαστήριο του Τρέντο, στη βόρεια Ιταλία, σε φυλάκιση ενός έτους με βάση τη νομοθεσία που πέρασε το 2009 η κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι με την οποία ποινικοποίησε την παράνομη μετανάστευση εν μέσω θυελλωδών αντιδράσεων.

Στη συνέχεια το Εφετείο του Τρέντο, στο οποίο προσέφυγε ο Ελ Ντρίντι, ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να διευκρινίσει κατά πόσον η «οδηγία για την επιστροφή» των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών αέρχεται σε αντίθεση με την εθνική νομοθεσία της Ιταλίας, η οποία προβλέπει την επιβολή ποινής φυλάκισης σε παρανόμως διαμένοντα αλλοδαπό για την κατηγορία ότι παραμένει στη χώρα, κατά παράβαση της διαταγής εγκατάλειψης του εθνικού εδάφους.

Κατόπιν τούτου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη ότι «τα κράτη-μέλη δεν μπορούν να προβλέπουν στερητική της ελευθερίας ποινή για την αντιμετώπιση της αποτυχίας των αναγκαστικών μέτρων που ελήφθησαν προς εκτέλεση της αναγκαστικής απομάκρυνσης, για τον μοναδικό λόγο ότι υπήκοος τρίτης χώρας εξακολουθεί, μετά την κοινοποίηση σε αυτόν διαταγής να εγκαταλείψει το εθνικό έδαφος και μετά την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με αυτή τη διαταγή, να παραμένει παρανόμως εντός του εδάφους κράτους-μέλους. Τα κράτη οφείλουν, να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να εκτελεσθεί η απόφαση περί επιστροφής, η οποία εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά της».